ἀλάλητος

ἀλάλητος
ἀλάλητος, ον (s. λαλέω; Philod. in Anth. Pal. 5, 4; Cyranides p. 19, 19) unexpressed, wordless στεναγμοὶ ἀ. sighs too deep for words (so the Syr. and Armen. tr.; the Vulgate renders it ‘inenarrabilis’, inexpressible) Ro 8:26. JSchniewind, Nachgelassene Reden u. Aufsätze, ed. EKähler ’52, 86; EKäsemann, Der gottesdienstliche Schrei nach der Freiheit: Apophoreta, EHaenchen Festschr. Beih. ZNW 30 ’64, 149–50 (both for the meaning ‘inexpressible’).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλαλητός — shout of victory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάλητος — unspeakable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek

  • αλαλητός — ο (Α ἀλαλητὸς) [ἀλαλά] δυνατός θόρυβος, βοή αρχ. 1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός 2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων 3. κραυγή πόνου, θρήνος …   Dictionary of Greek

  • αλάλητος — η, ο 1. αυτός που δε λάλησε: Πάνω στο φράχτη στεκόταν αλάλητος ο πετεινός. 2. αυτός που δεν μπορεί να λαληθεί, να ειπωθεί: Του είπε λόγια αλάλητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλαλήτως — ἀλάλητος unspeakable adverbial ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάλητον — ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc sg ἀλάλητος unspeakable neut nom/voc/acc sg ἀ̱λάλητον , ἀλαλάω make dumb imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 2nd dual ἀλαλάω make dumb pres ind act 3rd dual ἀλαλάω make dumb… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητοῦ — ἀλαλητός shout of victory masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητῶν — ἀλαλητός shout of victory masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητῷ — ἀλαλητός shout of victory masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλητόν — ἀλαλητός shout of victory masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”